-
1 предупреждение
предупрежден||иес1. (извещение) ἡ προειδοποίηση [-ις]:без \предупреждениеня χωρίς προειδοποίηση·2. (предостережение) ἡ προει-δοποίηση [-ις]:сделать \предупреждение κάνω προειδοποίηση· выговор с \предупреждениеием μομφή μέ προειδοποίηση. -
2 уведомление
η ειδοποίηση, η αναγγελία, η πληροφόρησηпосылать - αποστέλλω/στέλνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уведомление
-
3 предупреждение
-я ουδ.1. προειδοποίηση, προαγγελία•он получил предупреждение αυτός πήρε προειδοποίηση•
строгий выговор с -ем αυστηρή τιμωρία με προειδοποίηση•
без всяких -ий χωρίς καμιά προειδοποίηση (απροσδόκητα, ξαφνικά).
2. πρόληψη, αποτροπή, αποσόβηση•болезни πρόληψη ασθένειας.